ριζίτιδα

ριζίτιδα
η, Ν
ιατρ. φλεγμονή μιας ή και τών δύο ριζών ενός νωτιαίου νεύρου, η οποία εκδηλώνεται με κινητικό έλλειμμα και με αισθητικές διαταραχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. radiculitis < λατ. radicula «ρίζα» + -itis < ελλ. κατάλ. -ῖτις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρουλίδα — η / παρουλίς, ίδος, ΝΜΑ διόγκωση τών ούλων, ψηλαφητή εξωτερικά από την παρειά και οφειλόμενη συνήθως σε οξεία ριζίτιδα ενός δοντιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + οὖλον + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. επ ουλίς)] …   Dictionary of Greek

  • ριζονευρίτιδα — η ή ριζίτιδα, η (ιατρ.), φλεγμονή των ριζών των νωτιαίων νεύρων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”